Στο «Grey Gardens» όπως και στις «Ευτυχισμένες μέρες» τίποτε δεν κινείται. Η δραματουργία είναι η ίδια η κατάσταση. Το κείμενο του Μπέκετ μοιάζει να είναι απομαγνητοφώνηση των ηρωίδων του ντοκιμαντέρ των Μέιλς. Δυο σύγχρονες αντί-τραγωδίες με ένα κοινό παρονομαστή. Την ιδρυματοποίηση από επιλογή. Δυο νεκροί χώροι. Ένας λόφος και ένα σπίτι σαν ιδρύματα ακαθόριστης χρήσης που οι ένοικοι τους μοιάζουν να τα έχουν επιλέξει. Η Ουίννυ και ο Ουίλι, η Ίντιθ και η Ίντι, με όλη την  δραματική μεγαλοπρέπεια των απομονωμένων γυναικών, στροβιλίζονται μέσα στην ερημιά της ύπαρξης, σκουντουφλώντας συνέχεια στην πραγματικότητα του παρόντος χρόνου. Γαντζώνονται απελπισμένα από τα παλιά αντικείμενα, για να μοιραστούν, όχι το παρελθόν, αλλά την υπαρξιακή αμηχανία τους. Είναι ένα κλειστό κύκλωμα αγωνίας.

Η νοσταλγία της Ουίννυ για τον πρώτο χορό, είναι η νοσταλγία της Ίντιθ και της Ίντι για την ομορφιά που την πήρε το γήρας, είναι σαν την συνείδηση της υποταγής στην μοίρα δηλαδή στον θάνατο. Η χαρά της παρουσίας του άλλου είναι χαρακτηριστικό και των δυο έργων, είναι η χαρά που παίρνουμε όταν νομίζουμε ότι είμαστε απαραίτητοι για τον άλλο. Η Ουίννυ έχει τον Ουίλλυ και η Ίντιθ την Ίντι. Δεν αναζητούν κάτι απλά υπάρχουν. «Τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό από το τίποτα» θα μας πει ο Μπέκετ και θα συνειδητοποιήσουμε όλη την τραγικότητα της αγωνίας του.

Οι «Ευτυχισμένες μέρες στους τεφρούς κήπους» εμπνέονται από τρεις διαφορετικές πηγές. Το κείμενο του Μπέκετ, τους διαλόγους των ηρωίδων του Grey Gardens, (όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στο ντοκιμαντέρ των Μέιλς), και τα προσωπικά βιώματα των ηθοποιών της παράστασης. Η νέα συνθήκη αφορά εννέα γυναίκες διαφορετικών ηλικιών. Εννέα διαφορετικές οπτικές της ίδιας κατακερματισμένης ταυτότητας  Εννέα διαφορετικούς τρόπους διαχείρισης του κενού. Νέα πρόσωπα, άφθαρτα μέσα στην ακινησία του χρόνου και την φθορά του τόπου. 

Η δραματουργική διάρκεια του έργου είναι μια ολοκληρωμένη ημέρα. Από το πρωί που οι γυναίκες γεννιούνται -ξυπνούν μέχρι το βράδυ που οι γυναίκες κοιμούνται-πεθαίνουν. Ανάλογα με την πορεία της ημέρας, το φως και η θερμοκρασία του χώρου μεταλλάσσονται. Από το κρύο του χαράματος, στην ζέστη του μεσημεριού, την γλυκύτητα του απογεύματος και το κρύο πάλι της νύχτας. Μια ολόκληρη ημέρα σαν μια ολόκληρη ζωή.

Σαν την Ουίννι, την Ίντι και την Ίντιθ, η παράσταση τοποθετεί τις ηρωίδες σε ένα άχρονο παρόν και ένα ακαθόριστο τόπο. Γυναίκες καθηλωμένες. Οι ρόλοι τους αμφίσημοι. Ποια είναι η σχέση τους; Γιατί βρίσκονται εκεί; Η ερμηνεία μοιάζει συνέχεια να ξεγλιστρά απ’ την σαφήνεια όχι για να αποφύγει να πάρει θέση αλλά για να αφήσει να έρθει στην επιφάνεια μια άλλη ουσία. Ο κοινός πυρήνας των δυο έργων που είναι πέρα απ’ τους ρόλους, τον χρόνο ή τον τόπο. Η υπαρξιακή αμηχανία. Το «τίποτα» του Μπέκετ.

Μαζί τους ακόμη ένα πρόσωπο. Ένας άνδρας που η παρουσία του στο έργο μοιάζει να έχει εμπνευστεί από τον Ουίλι αλλά και από τον κηπουρό-ταχυδρόμο του Grey Gardens. Τον άνδρα που φέρνει τα νέα απ’ έξω. Τον μοναδικό σύνδεσμο με την εξωτερική πραγματικότητα.
Ποιες είναι αυτές οι λαλίστατες γυναίκες που στέκονται έτσι ακίνητες και σφηνωμένες μέσα στα έπιπλα αυτής της τεράστιας έπαυλης;
Γιατί δεν μπορούν να μετακινηθούν;
Κι αυτές οι γάτες που κυκλοφορούν γύρω τους από ποιον ταίζονται;
Πρόκειται όντως για έπαυλη ή είναι κάποιο ίδρυμα;
Αυτός ο άνδρας που της επισκέπτεται είναι ταχυδρόμος, κηπουρός ή κάποιος φίλος;
Ένας παλιός εραστής ή μήπως ο γιός τους;
Γιατί κάνουν ηλιοθεραπεία και από που αντλούν τόση αυτοπεποίθηση;
Τι είναι όλα αυτά τα μυστικά που κρύβουν;
Πόσες από αυτές είναι μητέρες και πόσες κόρες;
Γιατί δεν θυμούνται ποτέ τις ασκήσεις γυμναστικής τους και πως είναι δυνατόν να τραγουδούν τόσο παράφονα;
Που βρίσκεται το υπόλοιπο σώμα τους;
Είναι αλήθεια ότι έχουν αμύθητη περιουσία;
Υπάρχει κάτι που να τις τρομάζει πραγματικά;
Τι είδους ξυλοφάγα έντομα τρώνε το πάτωμα και πως γίνεται να κάνουν τόσο θόρυβο;
Απολαμβάνουν άραγε και εκείνα την χαρά της ύπαρξης;
Υπάρχει κάτι που να τις τρομάζει πραγματικά;